-
1 μετέχοντες
μετέχωpartake of: pres part act masc nom /voc pl -
2 μετέχω
Aμεθέξω Th.8.86
, later μεθέξομαι ([ per.] 3sg. misspelt μεθέξετε) IG3.1427: [tense] pf.μετέσχηκα Hdt.3.80
:—partake of, share in:— Constr.:1 mostly c. gen. rei only, κακοτάτων, βρόδων, Alc.l.c., Sapph.68.2; ἀγαθῶν, κακῶν, βίου, Thgn.82, 354, cf.A.Pr. 333; τῆς τοῦ Μάγου ὕβριος Hdt.l.c.; μ. τοῦ λόγου to be in the secret, Id.1.127;τοῦ ἔργου And.1.62
: c. gen. pers., μ. τῶν πεντακισχιλίων to be members of the 5, 000, Th.l.c.; μ. τῆς πόλεως, τῆς πολιτείας, Lys.6.48, 30.15; ; alsoἐκ τοῦ ἑνὸς ἄρτου μ. 1 Ep.Cor.10.17
: with dat. pers. added, μ. τινός τινι partake of something in common with another,οὔ οἱ μ. θράσεος Pi.P.2.83
;πόνων μ. Ἡρακλέει E. Heracl.8
;τῶν αὐτῶν ἔργων Ἐρατοσθένει μ. Lys.12.58
;μ. ἱερῶν καὶ θυσιῶν τισι X.HG2.4.20
;μ. τῶν ἴσων τισί Id.Cyr.2.1.15
, cf. Pl.Lg. 805d;κινδύνων Plb.3.16.3
; also .2 freq. the part or share is added,τοῦ πεδίου οὐκ ἐλαχίστην μοῖραν μ. Hdt.1.204
;μ. τάφου μέρος A.Ag. 507
, cf.Ar.Pl. 226, Lys.31.5;πλεῖστόν σου μέρος μεθέξομεν X.Cyr.7.5.54
.3 c. acc. rei, μ. τὸ ἴσον (sc. μέρος) τῶν ἀγαθῶν τινι ib.7.2.28, cf. E.Fr. 787;μ. τὰς ἴσας πληγὰς ἐμοί Ar.Pl. 1144
;μ. τινὶ τὴν μερίδα PPetr.3p.67
(iii B.C.).4 rarely c. acc. only,ἀκερδῆ χάριν μ. S.OC 1484
(lyr.).5 c. dat. rei only in a corrupt passage,τῇ.. κατὰ τὴν χώραν.. οἰκήσει μετεῖχον Th.2.16
.6 μ. περὶ ἔργων καὶ τεχνῶν have some knowledge respecting.., Arist.Pol. 1282a11.7 abs., to be a partner, PRev.Laws14.11 (iii B.C.); οἱ μετέχοντες the partners, accomplices, Hdt.8.132.II in Platonic Philos., participate in a universal, Arist.Metaph. 990b31, 1037b19; τὰ μετέχοντα, opp. αἱ ἰδέαι, ib. 991a3:—[voice] Pass., μετέχονται (sc. αἱ ἰδέαι) are participated in, ib. 990b30, cf. S.E.M.4.16, Procl.in Prm.p.650 S., etc. -
3 ἀπάλαιστρος
A not trained in the palaestra, unskilled in wrestling, AP12.222 (Strat.); opp. οἱ μετέχοντες τοῦ γυμνασίου, CIG 3086 ([place name] Teos).2 generally, awkward, clumsy, Cic.Orat.68.229, Quint.Inst.9.4.56, Phld.Rh.1.8 S. ([comp] Sup.).II not customary in the palaestra, contrary to its rules, AP5.213 (Mel.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπάλαιστρος
См. также в других словарях:
μετέχοντες — μετέχω partake of pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ELEUSINIA — Inter omnia Graecorum sacra, tanta semper fuit Eleusiniorum religio, ut commune mysteriorum nomen illis veluti proprium ab Auctoribus tribuatur, ideoqueve de iis paulo fusius agendum. Eleusinia vero sic dicta sunt, ab Eleusi Atticae opp. cuius… … Hofmann J. Lexicon universale
EUPATRIDAE — apud Athenienses olim erant civium nobiliotes, qui regio prognati sanguine, dignitate coeteris antistabant. Primitus enim duo in Rep. civium, quibus inter grandus dignitatis fortunoeque aliquid interlucebat, ordines erat, Εὐπατρίδαι nempe et… … Hofmann J. Lexicon universale
Ταινάριος — ία, ον, Α [Ταίναρος / Ταίναρον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ακρωτήριο Ταίναρο 2. το θηλ. Ταιναρία προσωνυμία τής Αρτέμιδος 3. (το αρσ. εν.) προσωνυμία τού Ποσειδώνος 4. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ Ταινάριοι οι μετέχοντες στα Ταινάρια … Dictionary of Greek
αμνοφόρος — ἀμνοφόρος, ον (Μ) «δεῖπνον ἀμνοφόρον» δείπνο κατά το οποίο προσφέρεται στους μετέχοντες ο Αμνός (αναφέρεται στη θεία Ευχαριστία). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμνός + φόρος < φέρω] … Dictionary of Greek
κοινοπραξία — Ένωση ατόμων ή επιχειρήσεων, που πραγματοποιείται επειδή οι συμμετέχοντες σε αυτήν κρίνουν ωφέλιμο (ή αναγκάζονται από τις συνθήκες) να επιλύσουν ένα κοινό πρόβλημα αναπτύσσοντας κοινή δραστηριότητα. Οι κ. μπορεί να έχουν πολύ διαφορετικούς… … Dictionary of Greek
μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε … Dictionary of Greek
μετέχω — (ΑΜ μετέχω, Α και μετίσχω και αιολ. τ. πεδέχω) έχω μερίδιο σε κάτι, είμαι μέτοχος, έχω κάτι από κοινού με άλλον ή άλλους, συμμετέχω (α. «ἶσον τῶν ἀγαθῶν τῶν τε κακῶν μετέχειν», Ηρόδ. β. «ξὺν σοὶ μετεῑχον τῶν ἴσων», Σοφ.) | νεοελλ. έχω μέσα μου,… … Dictionary of Greek
μυστικισμός — Φιλοσοφικο θρησκευτική στάση, που επιζητεί, αντίθετα προς κάθε ορθολογική ή ενορατική μεσολάβηση, την άμεση προσέγγιση με το θείο· ο όρος μυστικισμός προέρχεται από τη λέξη μύστης, που σήμαινε εκείνον, ο οποίος ξεπερνώντας τις παραδοσιακές… … Dictionary of Greek
προσύμβαση — η, Ν προκαταρκτική σύμβαση που υποχρεώνει τους μετέχοντες σε αυτήν να συνάψουν περαιτέρω οριστική σύμβαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σύμβαση] … Dictionary of Greek
ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… … Dictionary of Greek